λουδάριος

λουδάριος
λουδάριος, ὁ (Α)
στον πληθ. οἱ λουδάριοι
ομάδα ατόμων που συμμετείχαν σε επιδείξεις τού ιπποδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ludarius < λατ. ludus «ιππόδρομος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”